- κακοπερίπατος
- κακοπερίπατος, -ον (Α)(για ίππους) αυτός που βαδίζει με δυσκολία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοπερίπατοι — κακοπερίπατος walking ill masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)